- έξαφνος
- -η, -ο και άξαφνος [έξαφνα]αιφνίδιος, απρόοπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άπαρνος — ἄπαρνος, ον (Α) 1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι 2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)] … Dictionary of Greek